- συνωχαδόν
- συνωχᾰδόν, Adv., ([etym.] συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of Time,A perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.--On the form, v. A.D. Adv.196.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνωχαδόν — perpetually indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωχαδόν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θ. ωχ τής εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὠμ αδόν)] … Dictionary of Greek